побѣжаѥмъ — (26) прич. страд. наст. к побѣжати 2. 1.В 1 знач.: видѣв же ˫Арославъ ˫ако побѣжаемъ есть. побѣже съ ˫Акуномъ кнѧземь Варѧжьскы(м). ЛЛ 1377, 50 об. (1024); и изъ егупта изшедше жидове. ово побѣжаху. ово побѣжаеми ѿ ˫азы(к). ГБ к. XIV, 58в; ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek
παρευημερώ — έω, Α 1. έχω μεγάλη ευημερία, ακμή, αφθονία 2. παθ. παρευημεροῡμαι, έομαι νικώμαι από κάποιον … Dictionary of Greek
πεντετριάζομαι — Α παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + τριάζω «νικώ»] … Dictionary of Greek